καθοράω

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθοράω Medium diacritics: καθοράω Low diacritics: καθοράω Capitals: ΚΑΘΟΡΑΩ
Transliteration A: kathoráō Transliteration B: kathoraō Transliteration C: kathorao Beta Code: kaqora/w

English (LSJ)

Ion. κατ-, impf.

   A καθεώρων X.Cyr.3.2.10, Ion. 3sg. κατώρα Hdt.7.208: pf. καθεώρακα Pl.Lg.905b: fut. κατόψομαι Hdt.3.17: 3sg. pf. κατῶπται Pl.R.432b: aor. 1 κατώφθην Id.Phlb.46b: for aor. Act., v. κατεῖδον:— look down, ἐξ Ἴδης καθορῶν Il.11.337; ἐπί τινος Hdt.7.44:— Med., ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν Il.13.4.    II trans., look down upon, ὅσους θνητοὺς ἠέλιος καθορᾷ Sol.14, cf. Thgn.168, 616, X.Cyr. 3.2.10; ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον Pl.Sph.216c, etc.: metaph., φρένα Δίαν κ., ὄψιν ἄβυσσον A.Supp.1058 (lyr.):—Med., Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται Il.24.291.    2 have within view, see distinctly, descry, Hdt. 7.208, 9.59, Ar.Nu.326, Pl.R.516a, etc.:—Pass., Th.3.20, 112, Pl. Phlb.38d, etc.    3 behold, observe, perceive, Pi.P.9.49, E.Fr.910.5 (anap.); καθορᾶν τι ἔν τινι to observe something therein, Pl.Lg. 905b, cf. Grg.457c; τι ἐν τῇ ζητήσει Id.R.368e; ἵν' ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου that he may not observe thy knavish tricks, Ar.Eq.803; also κ. τὰς τρίχας εἰ . . to look and see whether... Hdt.2.38.    4 explore, τὰ ἄλλα Id.3.17, cf. 123.    5 regard, reverence, τὸ τοῦ θεοῦ κράτος LXX 3 Ma.3.11.

German (Pape)

[Seite 1289] (s. ὁράω), herab-, heruntersehen, -schauen; Κρονίων ἐξ Ἴδης καθορῶν Il. 11, 337; Hom. im med., ὅςτε Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται 24, 291, ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν 13, 4; ἀφ' ὑψηλοτέρου Xen. Hell. 6, 2, 29; ἀπὸ τοῦ ἄκρου τὰ ὄπισθεν γιγνόμενα An. 4, 2, 15; ἄνωθεν Plat. Rep. V, 476 d; ὕψοθεν τὸν τῶν κάτω βίον Soph. 216 c; durchschauen, erkennen, Pind. P. 9, 47; τί δὲ μέλλω φρένα Δῖαν καθορᾷν; wie soll ich Zeus Rathschluß durchschauen? Aesch. Suppl. 1044; πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι ib. 89; übh. erblicken, κατεῖ. δον δὲ πῆμ' ἄελπτον Pers. 985; τἡν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν Soph. Ant. 1206; τὴν σὴν (ὀργὴν) ὁμοῦ ναίουσαν οὐ κατεῖδες O. R. 338; ἵνα ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου Ar. Equ. 803; Ἀθηναίους ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα Her. 9, 59; τί τοιοῦτο ἐν τῇ ζητήσει καθορᾷς Plat. Rep. II, 368 e; an Einem Etwas bemerken, ἐν αὐτοῖς τὸ τοιόνδε ὅτι Gorg. 457 c; τοῦτο ἐν κυσὶ κατόψει Rep. II, 376 a; c. partic., wie das simpl., ἕτερον ἡμῖν γεγονός Polit. 266 b; Sp, πέμπειν ἐκέλευεν εἰς Ἀθήνας τοὺς κατοψομένους, die es in Augenschein nehmen sollten, Plut. Them. 19. – Das med. außer Hom. noch Soph. El. 880, κατιδέσθαι Her. 5, 35. 7, 208.

Greek (Liddell-Scott)

καθοράω: Ἰων. κατοράω: παρατ. καθεώρων Ξεν. Κύρ. 3. 2, 10, Ἰων. γ΄ ἑνικ. κατώρα Ἡρόδ· 7. 208: πρκμ. καθεώρακα ἢ -εόρακα: μέλλ. κατόψομαι: πρκμ. κατῶμμαι Πλάτ. Πολιτ. 432Α: ἀόρ. α΄ κατώφθην ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 46Β· - περὶ τοῦ ἐνεργ. ἀορ. ἴδε κατεῖδον. Ὁρῶ πρὸς τὰ κάτω, ἐξ Ἴδης καθορῶν Ἰλ. Ζ. 21, Λ. 337· ἐπί τινος Ἡρόδ. 7. 44· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν Ἰλ. Ν. 4. ΙΙ. μεταβ., ὅσους ἢ ὁπόσους ἠέλιος καθορᾷ· Σόλων 14, Θέογν. 168, 850, πρβλ. 616, Ξεν. Κυρ. 3. 2, 10· ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον Πλάτ. Σοφιστ. 216C, κτλ.: - οὕτω παρ’ Ὁμ. τὸ μέσον, Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται Ἰλ. Ω. 291. 2) βλέπω τι εὐκρινῶς, κατώρα πᾶν μὲν οὐ τὸ στρατόπεδον Ἡρόδ. 7. 208., 9. 59, Ἀριστοφ. Νεφ. 326, Πλάτ., κλ.: - Θουκ. 3. 20, 112, Πλάτ., κλ. 3) βλέπω, παρατηρῶ, εὖ καθορᾷς Πινδ. Π. 9, 86, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1059· καθορᾶν τι ἔν τινι Πλάτ. Νόμ. 905Β, πρβλ. Γοργ. 457C· ἵν’ ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου, ἵνα μὴ παρτηρῇ τὰ πανοῦργα τεχνάσματά σου) ἃ πανουργεῖς = τὰ πανουργήματα), Ἀριστοφ. Ἱππ. 803· ὡσαύτως, κατορᾷ δὲ τὰς τρίχας τῆς οὐρῆς εἰ κατά φύσιν ἔχει πεφυκυίας, παρατηρεῖ δὲ κτλ., Ἡρόδ. 2. 38. 4) ἐρευνῶ, ἐξετάζω, τὰ ἄλλα Ἡρόδ. 3. 17, πρβλ. 123. 5) θεωρῶ μετὰ σεβασμοῦ, σέβομαι, τὸ τοῦ Θεοῦ κράτος Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 11).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. κατόψομαι, ao.2 κατεῖδον, etc.
1 regarder d’en haut : ἐπί τινος qch;
2 p. ext. examiner, observer, acc. ; remarquer, se rendre compte de, acc.;
Moy. καθοράομαι-ῶμαι voir d’en haut, contempler : ἐπὶ αἶαν IL la terre.
Étymologie: κατά, ὁράω.