σπάνιος

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰνιος Medium diacritics: σπάνιος Low diacritics: σπάνιος Capitals: ΣΠΑΝΙΟΣ
Transliteration A: spánios Transliteration B: spanios Transliteration C: spanios Beta Code: spa/nios

English (LSJ)

α, ον (also ος, ον Arist.HA608b21, Thphr.Lap.3, Plb.4.16.3, etc.), of persons and things,

   A rare, scarce, scanty, Hdt.2.67, 5.29, etc.; σ. θήρευμα . . λαβεῖν a rare catch, E.IA1162; of persons, rarely seen, aloof, δυσπρόσιτος, ἔσω τε κλῄθρων σπάνιος ib.345 (troch.); σ. σεαυτὸν παρέχειν Pl.Euthphr.3d, cf. Plu.Crass.7; τῷ ὕδατι σ. χρώμενοι having a scanty supply of water, Th.7.4; in an Adv.sense, σπάνιος ἐπιφοιτᾷ he seldom visits, Hdt.2.73; so τοὺς σπανίους ἰδεῖν στρατηγούς seldom seen, X.Cyr.7.5.46, cf. Pl.Lg.953c; σπάνιοι περιπεπλεύκασι Str.15.1.4; σπάνιόν ἐστι, c. inf., it is seldom that... X.Cyr.1.3.3, Isoc.10.13; opp. ῥᾴδιον, Archyt.3; σπάνιον εἴ τις . .it is rare for one to... Str.7.3.4: τὸ σ. Aeschin.3.180, Arist.Mete.372a23; ὁ ταὧς διὰ τὸ σ. θαυμάζεται Eub.114.    II Comp. σπανιώτερος Hdt.8.25, Th. 1.33, etc.: Sup. -ώτατος Id.7.68, Lyr.Adesp.138.1, Pl.Cra.389a, etc.    III Adv. -ίως seldom, X.Ages.9.1, Arist.HA488b6, Plb.2.15.6 (so σπάνιον Str.3.5.1, Plu.Cic.8, etc., but σπανίᾳ is Adj. in Pl. Phdr.256c, and σπάνιον in Arist.Mete.372a14): Comp. -ιώτερον Th.1.23; -ιαίτερον Thphr.HP3.7.5 codd.—Rare in Poets, as Ion Eleg. 3.4.

German (Pape)

[Seite 916] wie σπανός, selten, wenig, dürstig; μέρος, Eur. Alc. 477; θήρευμα, I. A. 1162, u. öfter; οὐδὲν ἐγίνετο πλοίων σπανιώτερον, Her. 8, 25; Thuc. 1, 33 u. öfter; τὸ γὰρ σπάνιον τίμιον, Plat. Euthyd. 304 b; οἴει τι σπανιώτερον εἶναι, ἤ –, Phaed. 90 a; ὁ νομοθέτης σπανιώτατος ἐν ἀνθρώποις γίγνεται, Crat. 389 a; oft bei Xen., z. B. σπάνιος ἰδεῖν Cyr. 7, 5, 46; γέρας, Antiphil. 8 (VI, 252); S. Emp. oft. – Adv. σπανίως, Xen. Ag. 9, 1; auch σπανίᾳ, Plat. Phaedr. 256 c.

Greek (Liddell-Scott)

σπάνιος: [ᾰ], -α, -ον, (ὡσαύτως ος, ον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 9, Θεοφρ. π. Λίθ. 3, Πολύβ., κλπ.), ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, σπάνιος, ὀλίγος, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 2. 67., 5. 29· σπ. θήρευμα λαβεῖν..., ὀλιγοστόν, Εὐρ. Ι. Α. 1162· δυσπρόσιτος, ἔσω τε κλῇθρων σπάνιος αὐτόθι 345· σπάνιον ἑαυτὸν παρέχειν, ὡς τὸ Λατ. difficiles aditus habere, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· ὕδατι σπανίῳ χρώμενοι, ἔχοντες ὀλίγον ὕδωρ, ἐφωδιασμένοι μὲ ὀλίγον ὕδωρ, Θουκ. 7. 4· - μετ’ ἀπαρ., σπ. ἰδεῖν, σπάνιος εἰς τὸ νὰ τὸν ἴδη τις, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3· - ἐπὶ προσώπων μετ’ ἐπιρρημ. σημασίας, σπάνιος ἐπιφοιτᾷ, σπανίως ἔρχεται εἰς ἐπίσκεψιν, Ἡρόδ. 2. 73· οὕτω, σπ. φανῆναι, σπανίως φαίνομαι, ὁρῶμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 46, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 953C· σπάνιοι περιπεπλεύκασι Στράβ. 686· - σπάνιόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμφ., εἶναι σπάνιον νά.., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3, Ἰσοκρ. 210 C· σπάνιον εἴ τις, εἶναι σπάνιον πρᾶγμα νά.. τις, Στράβ. 297· - τὸ σπάνιον, = σπάνις, Αἰσχίν. 79. 27, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 8· ὁ ταὧς διὰ τὸ σπ. θαυμάζεται Εὔβουλ. ἐν «Φοίν.» 1. ΙΙ. Συγκρ. σπανιώτερος, Ἡρόδ. 8. 25, Θουκ. 33. κτλ.· - ὑπερθετ. -ώτατος, ὁ αὐτ. 7. 68, Πλάτ., κλπ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, ἀντίθετον τῷ συχνάκις, Ξεν. Ἀγησ. 9, 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 30· οὕτω σπανίᾳ, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· καὶ σπάνιον Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 6. Στράβ. 168, Πλούτ.. κλπ.· συγκρ. -ιώτερον Θουκ. 1. 23· -ιαίτερον διάφορ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5· ὑπερθ. -ιώτατα Αἰν. Τακτ. 37· -ιαίτατα Κλήμ. Ἀλ. 202. - Σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, οἷον παρ’ Ἴωνι τῷ Χίῳ 3. 4.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 rare, peu fréquent, peu abondant ; σπάνιος ἰδεῖν XÉN qu’on voit rarement litt. rare à voir ; σπάνιον avec l’inf. XÉN il est rare de ; τὸ σπάνιον ESCHN la rareté, l’insuffisance;
2 insuffisant, chétif, misérable;
Cp. σπανιώτερος, Sp. σπανιώτατος.
Étymologie: σπάνις.