φαινόλης

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source

German (Pape)

[Seite 1250] ὁ, dickes Oberkleid, Mantel, das lat. paenula, Poll. 7, 61, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φαινόλης: -ου, ὁ, ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ Λατιν. paenula (Tertull. de Orat. 12), βαρὺ ἐπανωφόριον, Ρίνθων παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 61, Ἀθήν. 97Ε. Ἀρτεμιδ. Ὀνειροκρ. 2. 3, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δ΄, 13 (ἔνθαμνεία βιβλίων καὶ μεμβρανῶν ἤγαγόν τινας εἰς τὴν ἡμαρτημένην ἑρμηνείαν διὰ τοῦ γλωσσόκομον, ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ., Ζωναρ., κλπ.)· ― συχνάκις φέρεται κατὰ μετάθεσιν τοῦ ν καὶ λ φαιλόνης ἢ φελόνης, ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφάνου· οὕτω καὶ τὸ ὑποκορ. φαινόλιον, τό, παρὰ Βυζ. καὶ Ἐκκλ. φέρεται φαιλόνιον καὶ φελόνιον, ὅπερ φοροῦσιν οἱ ἱερεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν ταῖς ἱερουργίαις, Ψευδοχρυσ. ΧΙΙ, 777C, Σωφρ. 3988, Κωνστ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 374, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de casaque ou de manteau qui couvrait le haut du corps et des bras.
Étymologie: cf. lat. paenula.