παραγηράω
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
A to be the worse for old age, be superannuated, ὁ δῆμος ὥσπερ παραγεγηρακώς Aeschin.3.251, cf. D.S.9.4, J.BJ1.30.3, Poll.2.16.
German (Pape)
[Seite 474] (s. γηράω), veralten, altersschwach werden, ὥςπερ παραγεγηρακὼς ἢ παρανοίας ἑαλωκώς, Aesch. 3, 251; vgl. Poll. 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
παραγηράω: μέλλ. -άσομαι, παραπολὺ γηράσκω, καταντῶ κρονόληρος, παραληρῶ ὑπὸ γήρως, Αἰσχίν. 89. 28, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 16, Πολυδ. Β΄, 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
déraisonner comme un vieillard en enfance, radoter.
Étymologie: παρά, γηράω.