προκαταλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταλαμβάνω Medium diacritics: προκαταλαμβάνω Low diacritics: προκαταλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: prokatalambánō Transliteration B: prokatalambanō Transliteration C: prokatalamvano Beta Code: prokatalamba/nw

English (LSJ)

   A seize beforehand, occupy in advance, esp. by a military force, Th.2.2, 3.112, X.An.1.3.16, etc.:—Med., Plb.2.27.5, SIG742.7 (Ephesus, i B. C.), etc.:—Pass., to be so occupied, Th. 4.89.    2 generally, preoccupy, τὸ βῆμα Aeschin.3.71; τὰ κοινὰ καὶ φιλάνθρωπα τῶν ὀνομάτων ib.248; τὰ Φιλίππου ὦτα Id.2.108; πράγματα προκατειλημμένα, by the previous speakers, Isoc.4.74.    3 apprehend before, Gal.1.183; -λαμβάνεται τὸ σημεῖον τοῦ σημειωτοῦ S.E.M.8.169; -ειλημμένον πρόσωπον A.D.Synt.26.13 (-ειλεγμένον is f.l. here and in Adv.157.26).    4 Pass., of events, to be predetermined, ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης Diogenian. Epicur.3.51, cf. 2.20.    II metaph., prevent, anticipate, frustrate, τῶν πόλεων τὰς ἀποστάσεις Th. 1.57; π. ὅπως μὴ . . Id.3.46, 6.18: abs., Id.3.2, etc.; π. καὶ ἀπειλεῖν, of the legislator, Pl.Lg.853b; in speaking, π. τὰ ἐπίδοξα λέγεσθαι Arist. Rh.Al.1443a6, al.; of persons, anticipate or surprise them, Th. 3.3; τοῦ χειμῶνος -λαβόντος [αὐτόν] Plb. 38.8.3:—Med., π. τινά Id.5.36.8; π. τὰς νόσους D.S.1.82, cf. Herod. Med. in Rh.Mus.58.92:— Pass., τῶν . . προκατειλημμένων κατηγορημάτων the charges that have been anticipated, Din.1.1; to be surprised, Plb.2.18.6; -ληφθέντες ἀναλαμβάνονται if taken in time they recover, Philum. ap. Aët.9.7.    III overpower first, π. ἡμᾶς ἐς τὴν ὑμετέραν ἐπιχείρησιν crush us in preparation for an attack on you, Th.1.33, cf. 36:— Pass., δεσμοῖς Plb.16.34.11: of. Pass. in med. sense, προκατείλημμαί σ' ὦ τύχη Epicur.Sent.Vat.47 (= Metrod.Fr.49).    2 without any notion of force, win over before, preoccupy, π. καὶ προκολακεύειν τὴν μέλλουσάν τινος δύναμιν Pl.R.494c; τὴν ἐκκλησίαν Aeschin.3.67.    b ensure, ὑγιείην Hp.Vict.3.67.    c Pass., to be prejudiced, αἱρέσει τινί Gal.4.705.    IV fasten securely, Sor.Fasc. 1.

German (Pape)

[Seite 728] (s. λαμβάνω), vorher fassen, einnehmen; Thuc. 3, 2 u. oft; Plat. Rep. VI, 494 c; Xen. An. 1, 3, 16; τὸ βῆμα, Aesch. 3, 71; auch übtr., ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι προκαταληφθέντες, Dem. 19, 178, vorweg eingenommen; öfter Pol., auch προκαταλαβεῖν τὴν ὁρμήν τινος, 3, 104, 2; προκαταληφθεὶς τῇ φιλανθρωπίᾳ, 10, 34, 9; u. scheinbar intr., sc. αὐτόν, τοῦ χειμῶνος προκαταλαβόντος, 39, 2, 3. – Bes. auch in der Rede vorwegnehmen, zuerst behandeln, Isocr. 4, 74 u. oft. – Vorher begreifen, S. Emp. oft.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταλαμβάνω: καταλαμβάνω ἐκ τῶν προτέρων, μάλιστα διὰ στρατιωτικῆς δυνάμεως, Θουκ. 2. 2., 3. 112, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 3, 16, κτλ. ― Παθ., καταλαμβάνομαι ἐκ τῶν προτέρων, Θουκ. 4. 89· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 2. 27, 5, κτλ. 2) καθόλου, καταλαμβάνω πρότερον, τὸ βῆμα Αἰσχίν. 63. 44, πρβλ. 89. 13· τὰ Φιλίππου ὦτα ὁ αὐτ. 42. 20· πράγματα προκατειλημμένα, ὑπὸ τῶν προηγουμένως λαλησάντων ῥητόρων, Ἰσοκρ. 55D. ΙΙ. μεταφορ., προλαμβάνω, ματαιώνω, τῶν πόλεων τὰς ἀποστάσεις Θουκ. 1. 57, πρβλ. Αἰσχίν. 55. 21· πρ. ὅπως μὴ... Θουκ. 3. 46., 6. 18· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3. 2, κτλ.· ― ἐπὶ ἀγορεύσεως, πρ. τὰ ἐπίδοξα λέγεσθαι Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 16, κ. ἀλλ.· ― ἐπὶ προσώπων, προλαμβάνω ἢ αἰφνιδίως ἐπέρχομαι, Θουκ. 3. 3, Πολύβ. 2. 18, 6, πρβλ. 3. 69, 3· (ἐντεῦθεν ἀμεταβ., αἰφνιδίως ἐπέρχομαι, ὁ αὐτ. 39. 2, 3)· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πρ. τὰς νόσους Διόδ. 1. 82· ― Παθ., τῶν... προκατειλημμένων κατηγορημάτων, τῶν κατηγοριῶν ὅσαι πρότερον ἐγένοντο, Δείναρχ. 90. 6. ΙΙΙ. καταβάλλω πρότερον, προκαταλαβόντας ἡμᾶς νῦν ἐς τὴν ὑμετέραν ἐπιχείρησιν, καταβαλόντας ἡμᾶς πρότερον ὅπως (εὐκολώτερον) προσβάλωσιν ὑμᾶς μετὰ ταῦτα, Θουκ. 1. 33, πρβλ. 36· πρ. τινα δεσμοῖς Πολύβ. 16. 34, 11· οὕτω παθ. πρκμ. προκατείλημμαί σε Πλούτ. 2. 476C. 2) ἄνευ τῆς ἐννοίας βίας, κερδίζω ὑπὲρ ἐμαυτοῦ πρότερον, προσελκύω, πρ. καὶ προκολακεύειν τινὰ Πλάτ. Πολ. 494C, πρβλ. Νόμ. 853Β· πρ. τινα ὑποσχέσεσι Δημ. 397. 3· τὴν ἐκκλησίαν Αἰσχίν. 63. 17. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 86 κἑξ., 816 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

f. προκαταλήψομαι, ao.2 προκατέλαβον, etc.
I. prendre d’avance :
1 occuper d’avance avec idée de violence, acc. ; fig. s’emparer d’avance de l’esprit de qqn, circonvenir d’avance, acc.;
2 arrêter ou empêcher en devançant, devancer, prévenir, surprendre, acc. : προκαταλαμβάνειν ὅπως μή THC prendre d’avance des mesures pour empêcher que ; avec un rég. de pers. surprendre ou prévenir qqn, acc.;
II. traiter pour la première fois (une question, un sujet, etc.);
Moy. προκαταλαμβάνομαι s’emparer d’avance de, acc. ; surprendre ou prévenir qqn, acc..
Étymologie: πρό, καταλαμβάνω.