ἀγήραος
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
ον, Att. contr. ἀγήρως, ων (of which Hom. uses nom. dual ἀγήρω (v. infr.), nom. sg. and acc. pl.
A ἀγήρως Od.5.218, al.); acc. sg. ἀγήρων h.Cer.242; ἀγήρω Hes.Th.949, Jul.Or.4.142b: nom. pl. ἀγήρῳ Hes.Th.277; dat. ἀγήρῳς Ar.Av.689:—ageless, undecaying, ἀθάνατος καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα Il.8.539; σὺ δ' ἀθάνατος καὶ ἀ. Od.5.218; ἀγήρω τ' ἀθανάτω τε Il.12.323, cf. Hes.Th.949; ἀπήμαντος καὶ ἀ. ib.955; ἄνοσοι καὶ ἀ. Pi.Fr.143; ἀ. χρόνῳ δυνάστας S.Ant.608 (lyr.). 2 of things, once in Hom., of the aegis, Il.2.447; κῦδος ἀ. Pi.P.2.52; χάριν τ' ἀγήρων ἕξομεν E.Supp.1178: in Prose, τὸν ἀγήρων ἔπαινον Th.2.43; ἀθάνατον καὶ ἀ. πάθος Pl.Phlb.15d, etc.
German (Pape)
[Seite 13] in den Homer. Scholl. als Variante Odyss. 5, 136 ἀθάνατον καὶ ἀγήραον, Iliad 2, 447 ἀγήραον ἀθανάτην τε; an beiden Stellen las Aristarch ἀγήρων, s. Didym. in den Scholl. Vgl. unten ἀγήρως. – Hesiod. Theog. 955 ἀπήμαντος καὶ ἀγήραος; κῦδος Pind. P. 2, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγήραος: -ον, Ἀττ. συνῃρ. ἀγήρως, ων, (οὗ ὁ Ὅμηρ. μεταχειρ. δυϊκὴν ὀνομαστ. ἀγήρω (ἴδε κατωτ.), ἑν. ὀνομ. καὶ πληθ. αἰτ. ἀγήρως, Ὀδ. Ε, 218, κτλ.)· ἑν. αἰτ. ἀγήρων, Ὕμν. Ὁμ. Δήμ. 242. ἀνθ’ οὗ ὁ Ἡσ. ἐν Θ. 949 ἔχει ἀγήρω· πληθ. ὀνομ. ἀγήρω, Ἡσ. Θ. 277, δοτ. ἀγήρῳς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 689· ὁ μὴ γηράσκων, μὴ παρακμάζων, Ὅμ. καὶ Ἡσ., οἵτινες χρῶνται τῇ λέξει ἐπὶ προσώπων συνάπτοντες αὐτὴν μετὰ τοῦ ἀθάνατος, ἀθάνατος καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα, Ἰλ. Θ. 539, πρβλ. Ὀδ. Ε. 136 κτλ., σὺ δ’ ἀθ. καὶ ἀγήρως, Ὀδ. Ε. 218· ἀγήρω τ’ ἀθανάτω τε, Ἰλ. Μ. 323, Ρ, 444· οὕτως Ἡσ. Θ. 949· ὡσαύτως, ἀπήμαντος καὶ ἀγ., αὐτ. 955· οὕτως, ἀγήρως χρόνῳ δυνάστας, Σοφ. Ἀντ. 608 (λυρ.). 2) ἐπὶ πραγμάτων ἅπαξ παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς αἰγίδος, Ἰλ. Β. 447· -ἀκολούθως, ἀγ. κῦδος, Πίνδ. Π, 2. 96· χάριν τ’ ἀγήρων ἕξομεν, Εὐρ. Ἱκ. 1178· καὶ παρὰ πεζοῖς, τὸν ἀγήρων ἔπαινον, Θουκ. 2. 43· ἀγ. καὶ ἀθάνατον πάθος, Πλάτ. Φίλ. 15D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
par contr. ἀγήρως, ως;
1 qui ne vieillit pas, toujours jeune;
2 qui ne peut vieillir, impérissable.
Étymologie: ἀ, γῆρας.