διελαύνω
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
Att. fut. διελῶ: aor. 1 διήλᾰσα:—
A drive through or across, τάφροιο διήλασε μώνυχας ἵππους Il.10.564, cf. 12.120, E.Supp. 676. b ἥδε σ' ἡμέρα διήλασε has brought you to the end (sc. of servitude), Id.Heracl.788. 2 thrust through, λαπάρης δὲ διήλασε χάλκεον ἔγχος Il.16.318, cf. 13.161; νεκροῦ παρὰ τὴν ἄκανθαν ξύλον . . δ. Hdt.4.72. 3 δ. τινὰ λόγχῃ thrust one through with a lance, Plu.Marc.29, cf. Luc. DMort.27.4 (Pass.). II intr., ride through, X.An.1.5.12, etc.; charge through, ib.1.10.7, al.: c. acc. cogn., δ. ὁδόν Id.Cyr.4.4.4. III Pass., to be driven through, IG12.81.12. 2 dart through, of a shooting pain, Aret.SA2.7. 3 to be distributed, of the branches of an artery, ib.2.1. IV Med., διηλάσω· διηγήσω, διῆλθες, Hsch.
German (Pape)
[Seite 619] (s. ἐλαύνω), 1) durchtreiben, -jagen, ἵππους τάφροιο, Il. 10, 564; vgl. 12, 120; ἔγχος λαπάρης, stieß die Lanze durch die Weichen, 16, 318; vgl. 13, 161. Aehnl. ξύλον Her. 4, 72; durchbohren, τινὰ λόγχῃ διὰ τῶν πλευρῶν Plut. Marcell. 29; τινὰ δορατίῳ διελάσας Luc. D. Mort. 14, 3. – 2) sc. ἵππον u. ä., scheinbar intrans., durchreiten, Xen. An. 1, 4, 12; ὁδόν Cyr. 4, 4, 4; bes. von einem Reitermanöver, Hipp. 3, 6; durchdringen, An. 2, 3, 19; daher ἡμέρα διήλασε, der Tag brach durch, hervor, Eur. Heracl. 788.
Greek (Liddell-Scott)
διελαύνω: μέλλ. διελάσω, Ἀττ. διελῶ˙ ἀόρ. α΄ διήλᾰσα. Ὁδηγῶ ἢ σύρω διὰ μέσου ἢ ἀπέναντι, τάφροιο διήλασε μώνυχας ἵππους Ἰλ. Κ. 504, πρβλ. Μ. 120, Εὐρ. Ἱκέτ. 676. 2) διαπερῶ, λαπάρης δὲ διήλασε χάλκεον ἔγχος Ἰλ. ΙΙ. 318, πρβλ. Ν. 161˙ παρὰ τὴν ἄκανθαν ξύλον … δ., ἐπὶ ἀνασκολοπισμοῦ, Ἡρόδ. 4. 72. 3) δ. τινὰ λόγχῃ, διατρυπῶ τινα διὰ λόγχης, Πλούτ. Μαρκ. 29, πρβλ. Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 14. 3. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἵππον) διέρχομαι ἔφιππος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, κτλ.˙ ὁρμῶ διὰ μέσου, αὐτόθι 1. 10, 7., 2. 3, 19, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 3, 6 καὶ 11˙ - μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δ. ὁδὸν ὁ αὐτ. Κύρ. 4. 4, 4. 2) περὶ τοῦ ἥδε σ’ ἡμέρα διήλασεν Εὐρ. Ἡρακλ. 788, ἴδε Elmsl. ἐν τόπῳ. 3) τῆς ὀρσοθύρης διηλσάμην (συγκεκομμ. ἀντὶ -ηλασάμην, ἴδε ἤλσατο), Σιμων. Ἰαμβ. 15. 4) προβαίνω, προχωρῶ, εἰς ὅσον διελήλακεν ἀσελγείας Κλήμ. Ἀλ. 28.
French (Bailly abrégé)
ao. διήλασα, pf. διελήλακα;
I. tr. 1 pousser à travers : τάφροιο IL à travers un fossé;
2 transpercer;
II. intr. en appar. (s.e. ἵππον) pousser son cheval ; chevaucher à travers, charger à travers.
Étymologie: διά, ἐλαύνω.