μνῆμα

From LSJ
Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνῆμα Medium diacritics: μνῆμα Low diacritics: μνήμα Capitals: ΜΝΗΜΑ
Transliteration A: mnē̂ma Transliteration B: mnēma Transliteration C: mnima Beta Code: mnh=ma

English (LSJ)

Dor. and Aeol. μνᾶμα, ατος, τό, (μνάομαι, μιμνήσκω)

   A memorial, remembrance, record of a person or thing, c. gen., μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν Od.15.126; μ. ξείνοιο φίλοιο 21.40; τάφου μ. Il.23.619; μνᾶμα κακοζοΐας Sapph.120; μ. κάλλιστον ἀέθλων Pi.O.3.15 (of the crown of olive); Νικοκλέος μνᾶμα κελαδῆσαι Id.I.8(7).68; τῆς σῆς πορείας μ. A.Pr.841; λυγρᾶς μνήματα Τροίας, of the sufferings of the Greeks, S.Aj.1210 (lyr.); μ. . . διὰ χειρὸς ἔχων, i. e. the dead body of his son, Id.Ant.1258 (anap.).    2 mound or building in honour of the dead, monument, tomb, Hdt.7.167, Epigr.ib.228, IG12.906, etc.; ἐν τοῖς δημοσίοις μνήμασιν κειμένους D.18.208; coffin, E.Or.1053.    3 memorial dedicated to a god, Simon.138; μνάματα ναυ μαχίας Id.134, cf. Epigr. ap. D.S.11.14: generally, monument, SIG2B (Sigeum, vi B. C.).    II = μνήμη, memory, μ. ἔχουσ' ἀγαθῶν Thgn.112.

German (Pape)

[Seite 194] τό, das Denkmal, Andenken, wobei man sich Jemandes erinnert; δῶρόν τοι ἐγὼ – τοῦτο δίδωμι, μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν, Od. 15, 126; μνῆμα ξείνοιο φίλοιο κέσκετ' ἐνὶ μεγάροισιν, 21, 40, vgl. Il. 23, 619; μνᾶμα κάλλιστον ἄθλων, Pind. Ol. 3, 16; auch Νικοκλέος μνᾶμα – κελαδῆσαι, I. 7, 63, sein Andenken preisen; τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῖς πᾶσιν βροτοῖς, Aesch. Prom. 843; Soph. Ai. 1189; ποῦ θήσεις μνῆμα, Eur. Suppl. 937; ἀμφὶ μνῆμ' Ἀχιλλείου τάφου, Troad. 39, u. so öfter vom Grabdenkmal, wie auch in Prosa, Her. 7, 228, Plat. Menex. 242 c, περὶ τὰ μνήματά τε καὶ τοὺς τάφους κυλινδουμένη, Phaed. 81 c, öfter; Is. 6, 51. 64; Xen. Cyr. 7, 3, 11; Dem. öfter u. Sp. – Theogn. 112 μνῆμά τινος ἔχειν = μνείαν.

Greek (Liddell-Scott)

μνῆμα: Δωρ. μνᾶμα, τό, (μνάομαι, μιμνήσκω), τὸ Λατ. monimentum· Ι. ἀνάμνησις, πρᾶγμα πρὸς ἀνάμνησιν προσώπου τινὸς ἢ πράγματος, μετὰ γεν., μνῆμ’ Ἑλένης χειρῶν Ὀδ. Ο. 126· μνῆμα ξείνοιο φίλοιο Φ. 40· μν. κάλλιστον ἄθλων Πινδ. Ο. 3. 27· μν. τῆς σῆς πορείας Αἰσχύλ. Πρ. 841, κτλ.· λυγρᾶς μνήματα Τροίας, τῶν παθημάτων τῶν Ἑλλήνων, Σοφ. Αἴ. 1210· μνῆμα... διὰ χειρὸς ἔχων, δηλ. τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ υἱοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1258. 2) ὕψωμά τι ἢ οἰκοδόμημα εἰς τιμὴν νεκροῦ, μνημεῖον, τάφος, μν. τάφου Ἰλ. Ψ. 619, Ἡρόδ. 7. 167, 228, καὶ Ἀττ.· ἐν τοῖς δημοσίοις μνήμασι κειμένους Δημ. 297. 15· - λάρναξ, μνῆμα δέξαιθ’ ἕν, κέδρου τεχνάσματα, διότι αἱ λάρνακες κατεσκευάζοντο ἐκ κέδρου ἢ κυπαρίσσου, Εὐρ. Ὀρ. 1053· πρβλ. μνημεῖον, μνημόσυνον. 3) ἀφιέρωμα, ἀνάθημα, εἴς τινα θεόν, Σιμωνίδ. παρὰ Θουκ. 1. 132, πρβλ. Ἐπίγραμμα παρὰ Διοδ. 11. 14, Ἀνθ. Π. 6. 215. ΙΙ. = μνήμη, μνῆμα ἔχειν τινὸς Θέογν. 112.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. signe pour rappeler un souvenir, particul.
1 emblème ou monument commémoratif;
2 tombeau;
II. souvenir.
Étymologie: R. Μεν, v. μιμνῄσκω.

English (Autenrieth)

ατος (μιμνήσκω): memorial.