παρήκω
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
A to have come alongside : hence, lie beside, stretch along, παρὰ πᾶσαν [τὴν θάλασσαν] Hdt.2.32, cf. 4.39,42, 9.15 ; παρὰ τὸ ὀστέον Hp.Loc.Hom.6 ; πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ Ὀσκίου ποταμοῦ Th.2.96 ; εἰς τὸ πλάγιον X.Cyn.4.1 ; π. πρὸς τὸ πλῆθος extend to the length, Arist.Po.1459b22. II pass in any direction, ἔνδοθεν στέγης μὴ 'ξω παρήκειν S.Aj.742. III of Time, to be past, ὁ παρήκων χρόνος the past, opp. ὁ μέλλων, Arist.Ph.222b1 ; but also 2 εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου up to the present time, Pl.Alc.2.148c. 3 ὡς ἂν παρήκῃ as occasion arises, Archig. ap. Orib.8.23.1. IV remit, of fever, Aret. CA 1.1 (v.l. -είκῃ), cf. 2.3 : metaph., come to an end, παρήκοντος ἤδη τοῦ πολέμου Parth.4.4.
German (Pape)
[Seite 520] hinkommen, sich hinerstrecken; πρός τι, Thuc. 2, 96; πλευρὰς εἰς τὸ πλάγιον παρηκούσας, Xen. Cyn. 4, 1; Sp.; hinanreichen, μέχρι τινός, Sp.; sich daneben hinerstrecken, παρήκουσι παρὰ πᾶσαν τὴν θάλασσαν, Her. 2, 32, vgl. 4, 42; παρῆκε τὸ στρατόπεδον, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἐρυθρέων παρὰ Ὑσιάς, κατέτεινε δὲ ἐς –, 9, 15; so auch Pol. 2, 14, 6 u. öfter; – vorgehen, hervortreten, ἔξω παρήκειν, Soph. Ai. 742. – Von der Zeit, εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου, Plat. Alc. II, 148 c, bis auf die gegenwärtige Zeit. – Vgl. παρίκω.
Greek (Liddell-Scott)
παρήκω: παρατείνομαι, παρήκει διὰ τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτὴ αὕτη παρὰ Συρίην Ἡρόδ. 4. 39, 42., 9. 15, πρβλ. 2, 32· παρὰ τὸ ὀστέον Ἱππ. 410. 30, πρβλ. 411. 1· πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ Ὀσκίου ποταμοῦ Θουκ. 2. 96, πρβλ. Duker εἰς 4. 36· εἰς... Ξεν. Κυν. 4, 1· π. πρός..., προσεγγίζω... κατὰ τὸν ἀριθμόν, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 5. ΙΙ. ἔνδοθεν στέγης μή ‘ξω παρήκειν, νὰ μὴ παρουσιασθῇ ἔξω, νὰ μὴ ἐξέλθῃ, Σοφ. Αἴ. 742. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι (ἴδε ἐν λέξ. παρίκω), ὁ παρήκων χρόνος, ὁ παρελθών, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ μέλλων, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 4· ― ἀλλά, εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου, μέχρι τοῦ παρόντος χρόνου, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 148C.
French (Bailly abrégé)
1 s’avancer : ἔξω SOPH au dehors, càd sortir ; particul. s’avancer jusqu’à;
2 s’avancer auprès, s’étendre le long de, avec παρά et l’acc..
Étymologie: παρά, ἥκω.
English (Slater)
παρήκω παρήκει (v. l. παρίκει) (P. 6.43)
English (Slater)
παρήκω παρήκει (v. l. παρίκει) (P. 6.43)