ἀφίπταμαι
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
A = ἀποπέτομαι, fly away, E.IA1608, Luc.Somn.16, Lib. Decl.51.15, Aët.7.103.
German (Pape)
[Seite 412] (s. ἵπταμαι), wegfliegen, Eur. I. A. 1608; Luc. Pisc. 35 u. öfter; aor. ἀποπτάμενος Mar. D. 14, 2; Plut. Brut. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφίπταμαι: ἀποπέτομαι, πετόμενος ἀπομακρύνομαι, φεύγω μακράν, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1608.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἀποπτάμενος;
s’envoler.
Étymologie: ἀπό, ἵπταμαι.
Spanish (DGE)
alejarse volando ἡ παῖς ... πρὸς θεοὺς ἀφίπτατο tu hija voló hacia los dioses E.IA 1608
•de aves ἀφιπτάμενα τὰ ὄρνεα Did.CP 14.20, πελαργός D.P.Au.1.31, de pers. en un sueño, Luc.Somn.16
•fig. levantar el vuelo e.d. esfumarse ἐμβάντες Tat.2.18.4
•del alma escaparse volando e.d. morir πῶς οὐχ ἡ ψυχή μοι τοῦ ὀδόντων ἕρκους ἀφίπταται; Lib.Decl.51.15, cf. Thdt.H.Rel.1.8
•c. gen. desviar la atención τοῦ σκόπου Aët.7.104.