ὁμοιόω

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιόω Medium diacritics: ὁμοιόω Low diacritics: ομοιόω Capitals: ΟΜΟΙΟΩ
Transliteration A: homoióō Transliteration B: homoioō Transliteration C: omoioo Beta Code: o(moio/w

English (LSJ)

Th.3.82, Pl.R.393c : aor.

   A ὡμοίωσα E.Hel.33, Isoc.11.8 :— Med., Hdt. (v. infr.) :—mostly in Pass., fut. ὁμοιωθήσομαι Pl.Lg.964d, or in med. form ὁμοιώσομαι Hdt.7.158 : aor. ὡμοιώθην Th.5.103, Pl. R.510a, Isoc.5.114, etc. ; Ep. inf. ὁμοιωθήμεναι (v. infr.) : pf. ὡμοίωμαι Pl.R.431e :—make like, ὁμοιώσασ' ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν E.Hel.33 ; πᾶν παντὶ ὁ. Pl.Phdr.261e ; ἑαυτὸν ἄλλῳ Id.R.393c ; χοῦν . . -ώσαντες τῷ ἄλλῳ χώρῳ Hdt.8.28 ; τοῖς πεπλασμένοις καὶ τοῖς γεγραμμένοις τὴν τοῦ σώματος φύσιν Isoc.9.75 ; ἑαυτῷ τι Arist.GC324a10 ; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁ. makes them correspond to prevailing conditions, Th.3.82 :—Pass., to be made like, become like, in Hom. only in aor. inf. Pass., ὁμοιωθήμεναι ἄντην Il.1.187, Od.3.120 ; ὁμοιωθέντ' Ἀφροδίτῃ Emp.22.5 ; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς E.Ba. 1348, cf. Med.890 ; ἐς τὴν εὐβουλίαν . . ἄλλοις ὁ. Th.2.97, cf. 5.103, Hdt.7.158 ; κατὰ τὸ ἦθος ὁ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν Isoc.5.114.    2 liken, compare, in Med., τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι ἑωυτοῦ -ούμενος Hdt. 1.123 :—later in Act., τίνι ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην; Ev.Matt.11.16 ; ἡ πόλις τινὰ Λυκούργῳ κατὰ τὸ ἦθος καὶ τὴν πρᾶξιν ὁμοιοῦσα BSA29.35 (Sparta, iv A. D.).    II intr., to be like, interpol. in Dsc.3.45.

German (Pape)

[Seite 336] ähnlich, gleich machen, vergleichen; στυγέῃ δὲ καὶ ἄλλος ἶσον ἐμοὶ φάσθαι καὶ ὁμοιωθἧμεναι ἄντην, Il. 1, 187, wie Od. 3, 120, mit mir verglichen zu werden; ὁμοιώσασ' ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν, Eur. Hel. 33; ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς, Bacch. 1346; ἄστροις ὁμοιωθέντε, Hel. 139; ὁμοιοῦν ἑαυτὸν ἄλλῳ ἢ κατὰ φωνήν, Plat. Rep. III, 393 c; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ, Thuc. 3, 82; oft bei Sp., wie N. T. – Med., τὰς πάθας τὰς Κύρου τῇσι ἑωυτοῦ ὁμοιούμενος, Her. 1, 123; ἐπιτηδεύων ἀρετὴν εἰς ὅσον δυνατὸν ἀνθρώπῳ ὁμοιοῦσθαι, Plat. Rep. X, 613 b; – pass., ἄνδρα ἀρετῇ παρισωμένον καὶ ὡμοιωμένον, Rep. VI, 498 e; ὁμοιοῦταί τινι, Isocr. 2, 31; μηδ' ὁμοιωθῆναι τοῖς πολλοῖς, Thuc. 5, 103; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόω: Θουκ. 3. 82, Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, διάφ. γραφ. Ἰσόκ. 223Α: ἀόρ. ὡμοίωσα Εὐρ. Ἑλ. 33, Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ. Ἡρόδ., ἴδε κατωτ.· - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., μέλλ. ὁμοιωθήσομαι Πλάτ. Νόμ. 964D, ἢ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁμοιώσομαι Ἡρόδ. 7. 158: ἀόρ. ὡμοιώθην Πλάτ. Πολ. 510Α, Ἰσοκρ., κτλ. Ἐπικ. ἀπαρ. ὁμοιωθήμεναι (ἴδε κατωτ.). Ποιῶ ὅμοιον, ἐξομοιῶ, Λατιν. assimilare, ὁμοιώσασ’ ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν Εὐρ. Ἑλ. 33· πᾶν παντὶ ὁμ. Πλάτ. Φαῖδρ. 261Ε· ἑαυτὸν ἄλλῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ 393C· ἑαυτῷ τι Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 7, 8· πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμ., προσαρμόζω αὐτὰς πρὸς τὰς παρούσας περιστάσεις, Θουκ. 3. 82· - παθ., γίνομαι ὅμοιος, παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἀπαρ. ἀορ. παθητ., ὁμοιωθήμεναι ἄντην (Ἐπικ. ἀντὶ ὁμοιωθῆναι) Ἰλ. Α. 187, Ὀδ. Γ. 120· ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς Εὐρ. Βάκχ. 1348, πρβλ. Μήδ. 890· ἐς τὴν εὐβουλίαν.. ἄλλοις ὁμ. Θουκ. 2. 97, πρβλ. 5. 103· κατὰ τὸ ἦθος ὁμ. τοῖς ἐκείνου βουλήμασιν Ἰσοκρ. 105D· συχνὸν ὡσαύτως παρὰ Πλάτ.· ἐν τῷ πρκμ. ὡμοίωμαι, εἶμαι ὅμοιος, Πλάτ. Πολ. 431Ε, κ. ἀλλ. 2) «παρομοιάζω», παραβάλλω, θεωρῶ ὅμοιον, τινί τι Ἡρόδ. 8. 28, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 1. 123· - ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ παραβολῶν. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, ἀνταποδίδω τὰ ὅμοια, τινι Ἡρόδ. 7. 50, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ὅμοιος, Διοσκ. 3. 52, Δοξοπάτρου Ὁμιλ. εἰς Ἀφθόν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 2, σ. 160· 4: πρβλ. προσομοιόω, ἐξισόω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ὡμοίουν, f. ὁμοιώσω, ao. ὡμοίωσα, pf. inus.
Pass. f. ὁμοιωθήσομαι, ao. ὡμοιώθην, pf. ὡμοίωμαι;
1 rendre semblable, assimiler ; Pass. devenir ou être semblable à, τινι;
2 comparer : τινί τι, une chose à une autre;
3 adapter, conformer à, avec πρός et l’acc.;
Moy. ὁμοιόομαι-οῦμαι rendre semblable, assimiler : τί τινι, une chose à une autre.
Étymologie: ὅμοιος.

English (Strong)

from ὅμοιος; to assimilate, i.e. compare; passively, to become similar: be (make) like, (in the) liken(-ess), resemble.