καθαίρεσις
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
εως, ἡ,
A pulling down, demolition, Th.5.42, Isoc.7.66, X.HG2.2.15, IG22.1672.75 (iv B.C.), PMagd.9.6 (iii B.C.), etc.: metaph., τινῶν, opp. οἰκοδομή, 2 Ep.Cor.10.8; ἀναστήσωμεν τὴν κ. τοῦ λαοῦ ἡμῶν LXX 1 Ma.3.43: in concrete sense, αἱ καθαιρέσεις the débris, Ph.Bel.92.31. 2 generally, overthrow, subjugation, Jul.Caes. 320d; τῆς ἀνέτου ἐξουσίας Hdn.2.4.4; Ἰουλιανοῦ Id.3.1.1; killing, Plu.Ant.82. 3 reduction, diminution, opp. πρόσθεσις, Arist.Ph. 207a23: Medic., bringing down superfluous flesh, lowering, reducing, Hp.Epid.6.3.1, cf. Gal.17(2).368; τῶν σωμάτων Arist.GA738a31; τῶν ὄγκων Pl.Ti.58e. 4 eclipse of sun or moon (with reference to the magical process of drawing down those bodies), Sch.A.R.3.533 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1279] ἡ, das Herunternehmen, Niederwerfen, -reißen, Zerstören; τῶν ὄγκων Plat. Tim. 58 a; τοὺς νεωσοίκο υς ἐπὶ καθαιρέσει ἀποδόσθαι, zur Niederreißung verpachten, Isocr. 7, 66; Xen. Hell. 2, 2, 15 u. Sp. Ggstz von αὔξησις, Arist. phys. ausc. 3, 6; σωμάτων, Abmagerung, gen. an. 2, 4; Hippocr. – Das Tödten, der Mord, Plut. Anton. 82 u. A. – Absetzung, Ἰουλιανοῦ Hdn. 3, 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
καθαίρεσις: -εως, ἡ, τὸ καθαιρεῖν, καταστρέφειν, καταστροφή, φόνος, σφαγή, Στησίχ. παρὰ Σουΐδ., Πλουτ. Ἀντών. 82· κατάλυσις, κατεδάφισις, Θουκ. 5. 42, Ἰσοκρ. 153Β, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· ἡ τῆς ἐξουσίας, κατάλυσις, ἀνατροπή, Ἡρῳδιαν. 2. 4, 9, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ι΄, 8· ἡ κ. τοῦ λαοῦ = ὁ λαὸς ὁ καθαιρεθεὶς Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ 43)· - αἱ καθαιρέσεις, τὰ ἐρείπια, Ἀθήν. περὶ Μηχανημάτ. 92Β. 2) ἐλάττωσις, μείωσις, ἀντίθετον τῷ αὔξη, πρόσθεσις, Ἀριστ. φυσ. 3. 6, 9, κἑξ: - ἐν τῇ ἰατρικῇ, ἐλάττωσις τῆς πλεοναζούσης σαρκός, ἴσχνανσις, Ἱππ. 1174G· τῶν σωμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 11· τῶν ὄγκων Πλάτ. Τίμ. 58Ε· = πρβλ. καθαιρέω ΙΙ. 6. 3) καθαίρεσις ἐκ τοῦ ἀξιώματος, Ἡρῳδιαν. 3. 1, 1· ἰδίως ἐπὶ ἐπισκόπου ἢ πρεσβυτέρου ἕνεκα ἀξιοποίνου πράξεως, Ἀλέξ. Ἀλ. 577C, 581Β, Συνόδ. Ἀντιοχ. 1, Ἀθαν. Ι. 260D, Ἐπιφάν. ΙΙ. 200Α, κλ. 4) ἔκλειψις ἡλίου καὶ σελήνης, «τινὲς δὲ καὶ τὰς ἐκλείψεις ἡλίου καὶ σελήνης καθαιρέσεις ἐκάλουν τῶν θεῶν» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 533.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 destruction (d’une ville, etc.);
2 meurtre.
Étymologie: καθαιρέω.
English (Strong)
from καθαιρέω; demolition; figuratively, extinction: destruction, pulling down.