χρυσομίτρης

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσομίτρης Medium diacritics: χρυσομίτρης Low diacritics: χρυσομίτρης Capitals: ΧΡΥΣΟΜΙΤΡΗΣ
Transliteration A: chrysomítrēs Transliteration B: chrysomitrēs Transliteration C: chrysomitris Beta Code: xrusomi/trhs

English (LSJ)

ου, Dor. χρυσο-μίτρας, α, ὁ,

   A with girdle or headband of gold, epith. of Dionysus, S.OT209 (lyr.); pecul. fem. -μίτρη, of Phoebe, Opp. C.2.2.    2 gold-bound, πίνακες Hippoloch. ap. Ath.4.130b.

German (Pape)

[Seite 1381] ὁ, mit goldenem Gürtel, goldener Hauptbinde, übh. mit goldener Einfassung; so heißt Bacchus, Soph. O. R. 209; πίνακες Ath. IV, 130 b.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσομίτρης: -ου, Δωρ. -μίτρας, α, ὁ ,ὁ φορῶν χρυσῆν μίτραν, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ο. Τ. 209· ἰδιότυπον θηλ. -μίτρη, ἐπὶ τῆς Φοίβης, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 2. 2) ὁ διὰ χρυσοῦ δεδεμένος, χρυσόδετος, πίνακες Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 130Β.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au bandeau d’or ou à la mitre d’or.
Étymologie: χρυσός, μίτρα.

Spanish

de aúrea corona

Greek Monolingual

και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α
1. (το αρσ. ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα
2. χρυσόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -μίτρης (< μίτρα / μίτρη), πρβλ. αἰολο-μίτρης].