αἴτημα
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ατος, τό,
A request, demand, Pl.R.566b, LXX 1 Ki.1.17, Ev.Luc.23.24, PFlor.296.16 (vi A. D.). II in Logic and Math., postulate, assumption, Arist.APo.76b23, Plu.Demetr.3, Luc.Herm. 74.
Greek (Liddell-Scott)
αἴτημα: -ατος, τό, παράκλησις, ἀπαίτησις, Πλάτ. Πολ. 566Β, καὶ ἐν τῇ Κ. Δ. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῆ ὅ,τι λαμβάνεται ὡς δεδομένον, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 10, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
demande.
Étymologie: αἰτέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I petición τυραννικόν Pl.R.566b, πληροῦν αἴ. LXX Ps.19.6, cf. Eu.Luc.23.24, 1Ep.Io.5.15, ἐξ αἰτημάτων Μεφιτῶν SB 10967.20 (II d.C.), cf. POxy.4435.7 (III d.C.), PFlor.296.16 (VI d.C.).
II 1lóg. postulado considerado como algo que se pide al discípulo que acepte, Arist.APo.76b23.
2 geom. postulado, enunciado de una verdad geométrica irreductible, Euc.1, Procl.in Euc.184.6, 209.7, 239.17, τὸ μὲν ἀδελφοὺς ἀναιρεῖν, ὥσπερ οἱ γεωμέτραι τὰ αἰτήματα λαμβάνουσι, οὕτω συνεχωρεῖτο κοινόν τι νομιζόμενον αἴτημα καὶ βασιλικὸν ὑπὲρ ἀσφαλείας en cuanto a matar a los hermanos, así como los geómetras suponen los postulados, de la misma manera se consideró un postulado común reconocido y en relación con la seguridad de un rey Plu.Demetr.3, cf. Luc.Herm.74.
3 ret. ruego del orador a sus oyentes προκαταλήψεις καὶ αἰτήματα καὶ παλιλλογίαι Anaximen.Rh.1428a8.
4 exigencia, recurso dramático ἔστι τὸ ἐκκύκλημα καλούμενον αἴ. δραματικόν Anon.Trag.21.
III presa δαιμόνων αἰτήματα ἐγένεσθε Hom.Clem.10.6.
English (Abbott-Smith)
αἴτημα, -ατος, τό (< αἰτέω), [in LXX chiefly for שְׁאֵלָה ;]
that which has been asked for, a petition, request: Lk 23:24, Phl 4:6, Jo 5:15. †SYN.: v.s. δέησις.
English (Strong)
from αἰτέω; a thing asked or (abstractly) an asking: petition, request, required.
English (Thayer)
(τος, τό (αἰτέω) (from Plato down), what is or has been asked for: A. V. requests), Trench, § li.)
Greek Monolingual
το (Α αἴτημα)
1. οτιδήποτε ζητεί κανείς προφορικά ή εγγράφως
2. αίτηση, απαίτηση, παράκληση
3. (Φιλοσ.-Λογ.) οτιδήποτε θεωρείται αυταπόδεικτο, δεδομένο, πρόταση θεμελιακή που δεν μπορεί να αποδειχθεί, αλλά που η αποδοχή της είναι αναγκαία για την κατανόηση άλλων προτάσεων ή συνεπειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰτῶ.
ΠΑΡ. αιτηματικός
αρχ.
αἰτηματώδης.