Κυθέρεια

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κῠθέρεια Medium diacritics: Κυθέρεια Low diacritics: Κυθέρεια Capitals: ΚΥΘΕΡΕΙΑ
Transliteration A: Kythéreia Transliteration B: Kythereia Transliteration C: Kythereia Beta Code: *kuqe/reia

English (LSJ)

ἡ, Cythereia, surname of Aphrodite, Od.8.288, 18.193, from the city Κύθηρα in Crete, or from the island Κύθηρα; Κυπρογενὴς K.h.Hom.10.1; K. Ἀφροδίτη Musae.38 (s.v.l.):—also Κῠθήρη, Anacreont. 14.11; Κῠθείρη v.l. in Opp.C.1.39; Κῠθέρη, AP6.209 (Antip. Thess.), Epigr. ap. Luc.Symp.41; Κῠθηριάς, άδος, AP6.190 (Gaet.), 206 (Antip. Sid.); Κῠθερηϊάς, Man.4.359.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
la déesse de Cythère (Aphrodite).
Étymologie: Κύθηρα.

Russian (Dvoretsky)

Κῠθέρεια: эп.-ион. Κυθερείη, эол. Κυθέρηα adj. f Киферийская или Киферская (эпитет Афродиты) Hom., HH, Sappho.

Greek (Liddell-Scott)

Κῠθέρεια: ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 288, Σ. 193, ἐκ τῆς ἐν Κρήτῃ πόλεως Κύθηρα, ἢ ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς νήσου Κύθηρα· προσέτι Κυπρογενὴς Κυθέρεια, Ὁμ. Ὕμν. 9. 1· Κυθέρεια Ἀφροδίτη Μουσαῖ. 37· ― ὡσαύτως Κυθήρη, Ἀνακρεόντ.· Κυθείρη, Ὀππ., κλ.· Κυθέρη, Ἀνθ. Π. 6. 209, Ἐπιγρ. ἐν Λουκ. Συμπ. 41· Κυθηριάς, -άδος, Ἀνθ. Π. 6. 190, 206· Κυθερηιάς, Μανέθων 4. 359. Πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 606.

English (Autenrieth)

Cytherēa, epithet of Aphrodite, from the island of Cythēra.

Spanish

Citerea

Greek Monolingual

Κυθέρεια και Κυθείρη και Κυθήρη και Κυθέρη και Κυθηριάς, ιων. τ. Κυθερηϊάς, ἡ (Α)
προσωνυμία της θεάς Αφροδίτης («ἰσχανόων φιλότητος ἐϋστεφάνου Κυθερείης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύθηρα, με βράχυνση του -η- (> -ε-) για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

Κῠθέρεια: ἡ, Κυθέρεια, επώνυμο της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης Κυθέρη και Κυθηριάς, -άδος, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: `surname of Aphrodite (Od.); from the island (τὰ) Κύθηρα with shortening of the η (because of the metre, v. Wilamowitz Glaube 1, 95 n. 9, after εὑπατέρεια a. o.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Not with Güntert Kalypso 187 f. after antique grammarians to κεύθω. The name of the island was no doubt Pre-Greek.

Middle Liddell

Κῠθέρεια, ἡ,
Cythereia, surname of Aphrodite, Od.:— also Κυθέρη, and Κυθηριάς, άδος, Anth. [from Κῠ́θηρα]

Frisk Etymology German

Κυθέρεια: {Kuthéreia}
Grammar: f.
Meaning: Beiname der Aphrodite (Od.); von der Insel (τὰ) Κύθηρα mit Kürzung des η wegen des Verses (v. Wilamowitz Glaube 1, 95 A. 9) nach εὐπατέρεια u. a.
Etymology: Nicht mit Güntert Kalypso 187 f. nach antiken Grammatikern zu κεύθω.
Page 2,43

Léxico de magia

Citerea epít. de Afrodita ἀφρογενὴς Κ., θεῶν γενέτειρα καὶ ἀνδρῶν nacida de la espuma, Citerea, madre de dioses y hombres P IV 2915