Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγριόφωνος

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

ἀγριόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει άγρια, τραχιά φωνή ή γλώσσα, σαν τους βαρβάρους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + -φωνή.