αιματώνω

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

(Α αἱματῶ, -όω)
1. προκαλώ χύσιμο αίματος, τραυματίζω, βάφω με αίμα
2. προξενώ σε κάποιον υπερβολική λύπη, τον πληγώνω
3. (αμτβ.) χάνω αίμα, χύνεται το αίμα μου
4. μτφ. κάνω μάχη, ερίζω «δεν το ματώσαμε ακόμη», δεν άρχισαν ακόμη πολεμικές επιχειρήσεις
«δεν το ματώνω», αποφεύγω τις έριδες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. αἱματῶ (-όω) < αἷμα.
ΠΑΡ. νεοελλ. (αι)μάτωμα].