ανιχνεύω

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

ἀνιχνεύω)
1. ερευνώ, ψάχνω κάτι παρακολουθώντας τα ίχνη του, ιχνηλατώ
2. αναζητώ, ψάχνω με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ιχνεύω.
ΠΑΡ. ανίχνευση
νεοελλ.
ανιχνευτής].