αντικαθιστώ
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Greek Monolingual
κ. αντικατασταίνω (AM ἀντικαθίστημι, ιων. τ. -κατίστημι)
1. βάζω κάτι ή κάποιον στη θέση άλλου, αναπληρώνω
νεοελλ.
αναπληρώνω ο ίδιος κάποιον
αρχ.
1. τοποθετώ κάτι εναντίον κάποιου, αντιτάσσω
2. συμπληρώνω
3. επαναφέρω
4. ανασυντάσσω.