αποπλάνηση
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
Greek Monolingual
η (Α ἀποπλάνησις)
νεοελλ.
1. παραπλάνηση, εξαπάτηση
2. φρ. «αποπλάνηση ανηλίκου» — το να ενεργεί κάποιος ασελγή πράξη με πρόσωπο νεώτερο των 15 ετών ή να το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη
αρχ.
1. παρέκβαση
2. περιπλάνηση.