ατοκία
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
η (AM ἀτοκία) [[[άτοκος]] (Ι)]
1. ανικανότητα για τεκνοποίηση, στειρότητα
2. αγονία, ακαρπία.