βουτώ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
(Μ βουτώ)
Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό
2. κάνω βουτιά, καταδύομαι
3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα
4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του
5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά
6. παίρνω κάτι με προθυμία
7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος γυναίκας
8. φυλακίζω
II. 1. βυθίζομαι σε υγρό, καταδύομαι
2. «βουτιέμαι με κάποιον» — συμπλέκομαι
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) βουτη(γ)μένος, -η, -ο
ο βυθισμένος σε κάτι, ο γεμάτος (α. «βουτηγμένος στον βούρκο» — ο ανήθικος
β. «βουτηγμένος στο χρυσάφι» — πάμπλουτος
γ. «βουτηγμένος στα χρέη» — καταχρεωμένος
δ. «βουτηγμένος στα μαύρα» — όποιος πενθεί βαριά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουτίζω < αρχ. βυθίζω ή βουτώ < αρχ. βυθώ (-άω)].