γερανός

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

ο (Α γέρανoς, ο, η, Μ γερανός)
1. το αποδημητικό πτηνό γερανός (Grus cinerea)
2. μηχανική διάταξη, με την οποία επιτυγχάνεται οριζόντια και κατακόρυφη μετακίνηση βαριών αντικειμένων
αρχ.
χορός κατά τον οποίο οι νέοι στη Δήλο μιμούνταν την κίνηση μέσα στον λαβύρινθο, γύρω από τον κεράτινο βωμό του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ινδοευρ. λ. που απαντά σε πολλές γλώσσες άλλοτε με θέμα σε -n- και άλλοτε σε -u-, πράγμα που πιθ. οφείλεται σε κάποια παλαιά μεταβολή θέματος και κλίσεως. Το θέμα με το έρρινο εμφανίζεται στα αρμ. krun-k, γαλλ. trigaranos «με τρεις γερανούς», ουαλ. garan, αγγλοσαξ. cran, αρχ. άνω γερμ. krαn-uh, ενώ το θέμα σε -υ- στα λατ. grūs λιθ. Gerve, αρχ. σλαβ. žeravŭ. Από την αρχική σημ. του πτηνού η λ. πήρε και άλλες σημασίες, όπως «είδος χορού στο οποίο μιμούνταν τις κινήσεις του πουλιού» και «μηχάνημα», του οποίου ο βραχίονας παρουσίαζε πιθ. ομοιότητα με το ράμφος του πουλιού. Τέλος, η μεταβολή του γένους και του τόνου της λ. κατά τις άλλες ονομασίες πτηνών σε -ός (πρβλ. αετός, πελαργός κ.λπ.) ή αναλογικά προς το ουρανός, με το οποίο συσχετίστηκε παρετυμολογικά].

Common crane grus grus.jpg
Common crane grus grus

Mantoulidis Etymological

(=εἶδος πτηνοῦ, μηχανή γιά ἀνύψωση βάρους). Ἀπό ρίζα γερ-.

Translations

Afrikaans: kraanvoël; Albanian: kurrillë, tojë; Arabic: كُرْكِيّ‎, غُرْنُوق‎; Aragonese: gruda; Armenian: կռունկ; Assamese: বগ, বগলী; Azerbaijani: durna; Bashkir: торна; Bats: წჵერაჼ; Belarusian: журавель; Bengali: সারস; Bulgarian: жерав; Catalan: grua; Chechen: гӏарагӏули; Cherokee: ᎧᎾᏍᎦᏫ; Chinese Cantonese: 鶴, 鹤; Mandarin: 鶴, 鹤; Chukchi: ӄэтчаӈыр; Chuvash: тӑрна; Czech: jeřáb; Danish: trane; Dutch: kraanvogel, kraan; Esperanto: gruo; Estonian: kurg; Faroese: trani; Finnish: kurki; French: grue; Galician: grou, grúa; Georgian: წერო; German: Kranich; Greek: γερανός; Ancient Greek: γέρανος; Greenlandic: qarluutitoorsuaq; Hebrew: עָגוּר‎; Hiligaynon: dogwak; Hindi: सारस; Hungarian: daru; Icelandic: trana; Indonesian: bangau; Irish: grús, corr, corr mhóna; Italian: gru; Japanese: 鶴, ツル; Kazakh: тырна; Komi-Permyak: тури; Korean: 두루미, 학(鶴); Kumyk: турна; Kurdish Central Kurdish: قۆڵەنگ‎; Kyrgyz: каркыра; Latgalian: dzērve; Latin: grus, Grus grus, Grus cinerea, Ardea grus; Latvian: dzērve; Lithuanian: gervė; Low German: Kraan, Kroon, Kraun; Luhya: ekolongolo; Macedonian: жерав; Malay: burung jenjang; Maltese: għarnuq, grawwa; Manchu: ᠪᡠᠯᡝᡥᡝᠨ; Manx: coar; Maori: kareni; Mi'kmaq: tmgwatignej anim; Mingrelian: წერო; Mongolian: тогоруу; Nahuatl: quetzalaztatl; Nanticoke: ah!secque; Navajo: dééł; Norwegian Bokmål: trane; Nynorsk: trane; Occitan: grua; Old English: cran; Old Prussian: gerwe; Pashto: زاڼۍ‎; Persian: درنا‎, کلنگ‎; Plautdietsch: Kraunkje; Polish: żuraw; Portuguese: grou; Romanian: cocor, grui; Russian: журавль; Sanskrit: बक, सारस; Scottish Gaelic: corra-mhonaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: ждра̑л, жѐра̄в; Roman: ždrȃl, žèrāv; Shor: туруна; Slovak: žeriav; Slovene: žerjav; Sorbian Lower Sorbian: žorawa; Southern Altai: турна; Spanish: grulla; Svan: წა̈̄რუ̂, მჷყრო̄ნტ; Swahili: korongo; Swedish: trana; Tajik: турна; Tamil: கொக்கு; Tatar: торна; Telugu: కొంగ; Thai: กระเรียน; Turkish: turna; Udmurt: тури; Ukrainian: журавель; Vietnamese: sếu, hạc; Volapük: grud, glulit; Welsh: garan, crëyr, crehyrod; Yakut: туруйа