γκρεμίζω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
Greek Monolingual
και γκρεμνίζω (AM κρημνίζω) κρημνός
ρίχνω κάποιον από γκρεμό, από ψηλό σημείο κάτω
μσν.- νεοελλ.
1. οδηγώ κάποιον σε ηθική κατάπτωση
2. πέφτω
νεοελλ.
Ι. 1. ρίχνω κάποιον στη δυστυχία
2. (για μονάρχη) εκθρονίζω, ανατρέπω
3. ταπεινώνω
4. καταστρέφω
5. θανατώνω
II. γκρεμίζομαι
1. πέφτω από ψηλά
2. (για βράχο) κυλάω προς τα κάτω
3. (προστ.) γκρεμίσου
τσακίσου (για να διώξουμε βίαια κάποιον ή να του επιβάλλουμε να κάνει κάτι που δεν θέλει).