δασερός

From LSJ

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source

Spanish (DGE)

-όν tupido, espeso τόποι Phys.B 299.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό δάσος
1. (για περιοχή) δασώδης, γεμάτος δάση
2. (για κήπο) πολύδεντρος, με πυκνή βλάστηση
3. (για δέντρα) φουντωτός, πολύφυλλος
4. (για άντρες και ζώα) δασύτριχος.