εμφορούμαι

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source

Greek Monolingual

(ἐμφορέομαι) (AM ἐμφοροῦμαι και ἐμφορῶ)
μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῦ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι)
αρχ.-μσν.
είμαι γεμάτος από κάτι, κάνω υπερβολική χρήση ενός πράγματος («ἐνεφοροῦν το τῶν κατ' ὀλιγαρχίας λόγων», Διον. Αλ.)
μσν.
χορταίνω, γεμίζω το στομάχι
αρχ.
1. εισάγω, φέρνω μέσα
2. παθ. οδηγούμαι, μεταφέρομαι μέσα σε κάτι
3. εισάγω, χύνω, γεμίζω
4. προκαλώ, επιφέρω, εντείνω
5. επισωρεύω πάνω σε κάτι, επιρρίπτω στο πρόσωπο κάποιου.