εξάρτυση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἐξάρτυσις) εξαρτύω
νεοελλ.
το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων (σιτιοδόχη), το παγούρι (υδροδοχείο) κ.λπ.
αρχ.
1. εφοδιασμός, ετοιμασία, προπαρασκευή
2. μουσ. προσαρμογή, ρύθμιση, εναρμόνιση.