εξακοντίζω
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
Greek Monolingual
(AM ἐξακοντίζω) ακοντίζω
1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω («ὁ ἥλιος ἐξακοντίζει τὶς ἀχτίδες του»)
2. (για λόγια) απευθύνω με παρρησία ή με αναίδεια («εξακόντισε βαριά κατηγορία»)
αρχ.
1. χτυπώ από απόσταση
2. ρίχνω ακόντιο
3. φεύγω γρήγορα, με ταχύτητα ακοντίου
4. τεντώνω ζωηρά («γενείου χείρας ἐξηκόντισα», Ευρ.)
5. εξαπολύω, αναδίδω
6. διακηρύσσω, διαλαλώ («ἀλλὰ τὶ τοὺς Ὀδυσσέως ἐξακοντίζω πόνους», Ευρ.).