εξαπολύω

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

και αξαπολυώ και ξαπολυώ (Μ ἐξαπολύω και [ἐ]ξαπολῶ και ἀξαπολῶ)
δίνω άφεση, παρέχω ελευθερία
νεοελλ.
απευθύνω κάτι κακό (κυρ. βρισιές, λίβελλο κ.λπ.) εναντίον κάποιου («εξαπέλυσε λίβελλο εναντίον του»)
νεοελλ.-μσν.
1. αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω («ὅσους εἶχεν ἀρεστιασμένους εἰς τὰς φυλακὰς ἐξαπόλυσέν τους», Μαχαιρ.)
μσν.
1. παραδίδω στη διάθεση κάποιου
2. επιτρέπω να γίνει («ο νόμος δεν το 'ξαπολεί», Μ. Φαλιέρ.)
3. εγκαταλείπω
4. απαρνούμαι
5. (για αμαρτίες) συγχωρώ, δίνω άφεση
6. διώχνω
7. παραβλέπω, περιφρονώ
8. εκσφενδονίζω, ρίχνω
9. (για ειρήνη) παραβιάζω
10. μέσ. ζω ελεύθερα χωρίς ηθικούς περιορισμούς
11. μέσ. αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, αχαλίνωτο
12. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) εξαπολυμένος, -η, -ο
άνδρας ή γυναίκα ελευθερίων ηθών.