ευωχούμαι
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
Greek Monolingual
-έομαι (Α εὐωχοῦμαι, -έομαι και ενεργ. εὐωχῶ, -έω)
συμποσιάζω, διασκεδάζω, ξεφαντώνω, γλεντοκοπώ, χαροκοπώ
αρχ.
1. προσφέρω γεύμα, φιλεύω κάποιον
2. (για ζώα) διατρέφω καλά
3. παρέχω τροφή
4. (για κάθε είδους απόλαυση) παρέχω πλούσια, προσφέρω άφθονα
5. (για υποζύγια) τρέφομαι, βόσκω άφθονα
6. φρ. α) «εὐωχοῦμαι ἐπινίκια» — τελώ επινίκια εορτή με συμπόσιο
β) «εὐωχοῦμαι γάμους» — εορτάζω γάμους με συμπόσιο
7. απολαμβάνω κάτι πάρα πολύ, ευχαριστιέμαι («εὐωχοῦ τοῦ λόγου» — εντρύφησε στο λόγο, απόλαυσε τη συζήτηση, Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη ρηματική φράση εὖ ἔχω «έχω καλώς, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση» με την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα -ωχ- του ρ. έχω].