εὐαλθής

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαλθής Medium diacritics: εὐαλθής Low diacritics: ευαλθής Capitals: ΕΥΑΛΘΗΣ
Transliteration A: eualthḗs Transliteration B: eualthēs Transliteration C: evalthis Beta Code: eu)alqh/s

English (LSJ)

εὐαλθές, (ἀλθαίνω)
A easily healed, Hp.Art.39: Comp., ib.68: Sup., Antyll. ap. Orib.45.16.4.
II Act., healing, Nic.Al.326,622.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαλθής: -ές, (ἄλθω) εὐκόλως θεραπευόμενος, εὐθεράπευτος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804· συγκρ., αὐτόθι 831. ΙΙ. ἐνεργ., θεραπεύων, ἰώμενος, Νικ. Ἀλεξιφ. 326.

Greek Monolingual

εὐαλθής, -ές (Α)
1. αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευίατος, ο ευκολοθεράπευτος
2. αυτός που θεραπεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλθής (< άλθος «φάρμακο, ίαση» < αλθαίνω «θεραπεύομαι»), πρβλ. δυσαλθής, ωμαλθής].

German (Pape)

ές, leicht zu heilen, Hippocr. und Sp.