εὔβοτος

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔβοτος Medium diacritics: εὔβοτος Low diacritics: εύβοτος Capitals: ΕΥΒΟΤΟΣ
Transliteration A: eúbotos Transliteration B: eubotos Transliteration C: eyvotos Beta Code: eu)/botos

English (LSJ)

εὔβοτον, (βόσκω)
A abounding in pasture, Od.15.406 (or, with fine oxen, cf. βοτόν (Addenda)); τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον Pl.Criti.111a, cf. Ph.1.669, Plu. Cam.16: Sup., Scymn.607, prob. in E.Fr.1083.6.
II well-fed, thriving, ἀμνός Theoc.5.24.

German (Pape)

[Seite 1058] gute, reichliche Weide habend, Od. 15, 405; πᾶσι ζῴοις Plat. Critia. 111 a, wie θρέμμασιν εὔβ. χώρα Plut. Cam. 16; D. Hal. 1, 20; Call. Del. 164. – Bei Theocr. 5, 24 ἀμνός, wohlgenährt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en pâturages.
Étymologie: εὖ, βόσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὔβοτος:
1 богатый пастбищами (νῆσος Hom.);
2 изобилующий, обильный (τοῖς ζῴοις πᾶσιν Plat.; θρέμμασιν Plut.);
3 упитанный, тучный (ἀμνός Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔβοτος: -ον, (βόσκω) ἔχων ἄφθονον καὶ καλὴν βοσκὴν, ἀλλ’ ἀγαθὴ μὲν εὔβοτος, εὔμηλος, «εἰς βόσιν καὶ τροφὴν ἐπιτηδεία» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 406· τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον Πλάτ. 110Ε ἐν τέλει. πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 16. ΙΙ. εὐτραφής, ἀμνὸς Θεόκριτ. 5. 24. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὔβοτοι· εὔτροφοι, εὐανθεῖς».

English (Autenrieth)

(βόσκω): with fine cattle, Od. 15.406†.

Greek Monolingual

εὔβοτος, -ον (Α)
1. (για περιοχή) αυτός που έχει άφθονη και καλή βοσκή («τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον», Πλάτ.)
2. ευτραφής, καλοθρεμμένοςεὔβοτος ἀμνός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγίβοτος, βούβοτος].

Greek Monotonic

εὔβοτος: -ον (βόσκω),·
I. αυτός που έχει καλή και άφθονη βοσκή, σε Ομήρ. Οδ.
II. ευτραφής, καλοθρεμμένος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

εὔ-βοτος, ον βόσκω
I. with good pasture, Od.
II. well-fed, thriving, Theocr.