θάλαμόνδε
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Adv. to the bed-chamber, Od. 21.8, 22.109, 161.
German (Pape)
[Seite 1182] ins Schlafgemach, Od. 21, 8. 22, 109. 161.
French (Bailly abrégé)
adv.
en allant dans la chambre.
Étymologie: θάλαμος, -δε.
Greek Monotonic
θάλαμόνδε: επίρρ., στο θάλαμο, στην κάμαρα, στην κρεβατοκάμαρα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
θάλᾰμόνδε: (θᾰ) adv. в горницу, в спальню (ἴμεναι Hom.).
Middle Liddell
to the bed-chamber, Od. [from θάλᾶμος]