θαμβαλέος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαμβᾰλέος Medium diacritics: θαμβαλέος Low diacritics: θαμβαλέος Capitals: ΘΑΜΒΑΛΕΟΣ
Transliteration A: thambaléos Transliteration B: thambaleos Transliteration C: thamvaleos Beta Code: qambale/os

English (LSJ)

α, ον,
A astonished, Nonn. D. 1.126.
II = θαυμαστός, φοβερός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1185] erstaunlich, wunderbar, θαυμαστός, φοβερός, Hesych.; erstaunt, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

θαμβᾰλέος: -α, -ον, ἐκπεπληγμένος, ἔκπληκτος, Νόνν. Δ. 1. 126· ὁ Ἡσύχ. «θαυμαστός, φοβερός».

Greek Monolingual

θαμβαλέος, -α, -ον (Α)
1. έκπληκτος
2. θαυμαστός, φοβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμβος + επίθημα -αλέος (πρβλ. αυχμαλέος, θαρσαλέος)].