θρύμμα
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
θρύμματος, τό, (θρύπτω) that which is broken off, bit, Hp.Mul. 1.75, Ar.Fr.160, Aglaïas 20, Gal.6.343; ῥοιῆς θρύμματα AP6.232 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1220] τό, das Abgeriebene, Bruchstück, Sp.; Brocken von Brot, Poll. 10, 91 aus Ar.; Ael. V. H. 13, 25.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fragment, morceau.
Étymologie: θρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
θρύμμα: ατος τό θρύπτω кусок (ἄρτων περίλοιπα θρύμματα Arph.; ῥοιῆς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θρύμμα: τό, (θρύπτω) ὡς καὶ νῦν, σύντριμμα, Ἱππ. 254. 37 καὶ 39, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 208, Ἀνθ. Π. 6. 232.
Greek Monolingual
το (ΑΜ θρύμμα) θρύπτω
σύντριμμα, θραύσμα, θρύψαλο, κομμάτι
μσν.-αρχ.
ψίχουλο, κομμάτι ψωμιού ή άλλου φαγώσιμου.
Greek Monotonic
θρύμμα: -ατος, τό (θρύπτω), αυτό το οποίο σπάζει, συντρίμμι, κομμάτι, σε Αριστοφ., Ανθ. Π.
Middle Liddell
θρύμμα, ατος, τό, θρύπτω
that which is broken off, a piece, bit, Ar., Anth.