θύραυλος

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠραυλος Medium diacritics: θύραυλος Low diacritics: θύραυλος Capitals: ΘΥΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: thýraulos Transliteration B: thyraulos Transliteration C: thyravlos Beta Code: qu/raulos

English (LSJ)

(proparox.), ον, living out of doors, of shepherds, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] außer dem Hause, im Freien die Zeit zubringend, bleibend, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit en plein air (berger).
Étymologie: θύρα, αὐλή.

Greek (Liddell-Scott)

θύραυλος: -ον, (αὐλὴ) αὐλιζόμενος ἐν ὑπαίθρῳ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θύραυλος, -ον (Α)
αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -αυλος (< αυλή), πρβλ. μέσαυλος, όμαυλος].

Greek Monotonic

θύραυλος: -ον (αὐλή), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ.

Middle Liddell

θύρ-αυλος, ον αὐλή
living out of doors, Hesych.

Mantoulidis Etymological

(=πού ζεῖ στό ὕπαιθρο). Σύνθετο ἀπό τό θύρα + αὐλή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη θύρα.