κάκιστος

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάκιστος Medium diacritics: κάκιστος Low diacritics: κάκιστος Capitals: ΚΑΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kákistos Transliteration B: kakistos Transliteration C: kakistos Beta Code: ka/kistos

English (LSJ)

worst, most wicked, extremely bad; v. κακός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κάκιστος, -η, -ον)
(υπερθ. του κακός) πάρα πολύ κακός.
επίρρ...
κακίστως (Μ)
πολύ κακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. υπερθ. -ιστος (πρβλ. βέλτιστος, κράτιστος)].

German (Pape)

[Seite 1298] superl. zu κακός, wie

French (Bailly abrégé)

Sp. de κακός.

Russian (Dvoretsky)

κάκιστος: superl. к κακός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάκιστος superl., zie κακός.