κάταντα

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάταντα Medium diacritics: κάταντα Low diacritics: κάταντα Capitals: ΚΑΤΑΝΤΑ
Transliteration A: kátanta Transliteration B: katanta Transliteration C: katanta Beta Code: ka/tanta

English (LSJ)

Adv. downhill, downward, πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον = and ever upward, downward, sideward, and aslant they went Il.23.116, cf. Luc.Merc.Cond.26: c. gen., below, prob. in PFlor.370.7 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1366] adv. zu κατάντης, bergab; πολλὰ δ ἄναντα, κάταντα, πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il. 23, 116; danach Luc. de merc. cond. 26.

French (Bailly abrégé)

adv.
en descendant ; ἄναντα καὶ κάταντα LUC par monts et par vaux.
Étymologie: κατά, ἄντα, cf. κατάντης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτ-αντα, adv., omlaag:. ἄναντα καὶ κάταντα omhoog en omlaag Luc. 36.26.

Russian (Dvoretsky)

κάταντα: adv. вниз с горы, под гору (ἄναντα, κ., πάραντά τε δόχμιά τ᾽ ἐλθεῖν Hom.): ἄναντα καὶ κ. Luc. погов. по горам и долам, т. е. решительно всюду.

Greek (Liddell-Scott)

κάταντα: Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ κατάντης) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ κάτω, ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.

English (Autenrieth)

(κατάντης): adv., downhill, Il. 23.116†.

Greek Monolingual

κάταντα (Α)
επίρρ. προς τα κάτω, κατηφορικά («πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον» — πήγαν προς τα πάνω, προς τα κάτω, παράμερα και λοξά, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»].

Greek Monotonic

κάταντα: επίρρ., κατωφερικά, προς τα κάτω, κατηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

down-hill, downhill Il.