καινίς
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, knife, v.l. for κοπίς, Luc.Asin.40, cf. Hdn.Epim.63.
German (Pape)
[Seite 1294] ίδος, ἡ (καίνω), Schlachtmesser, Schwert, Luc. Asin. 40, v.l. κοπίς, s. Hdn. epim. p. 63.
Russian (Dvoretsky)
καινίς: ίδος ἡ нож, меч (Luc. - v.l. κοπίς).
Greek (Liddell-Scott)
καινίς: -ίδος, ἡ, (καίνω) μάχαιρα, διάφ. γραφ. ἐν Λουκ. Ὄν. 40, ἴδε Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 63.
Greek Monolingual
(I)
καινίς, ἡ (Α)
(πιθ. εσφ. γρφ. αντί κοπίς) μαχαίρι ή ξίφος που χρησιμοποιείται για σφαγή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καινίς -ίδος, ἡ mes.