καλμάρω

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

1. κάνω κάποιον να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεμία, καθησυχάζω, κατευνάζω («προσπάθησα να τον καλμάρω αλλά με τόσα νεύρα που είχε ήταν αδύνατο»)
2. ξαναβρίσκω την ψυχική μου ηρεμία, ησυχάζω («θα καλμάρει μόνος του σιγά σιγά»)
3. (για καιρική κατάσταση) γαληνεύω, κοπάζω
4. μεταπίπτω από μια βαριά κατάσταση σε ηπιότερη, βρίσκομαι σε ύφεση («καλμάρησε ο πυρετός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calmare].