καταγογγύζω

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγογγύζω Medium diacritics: καταγογγύζω Low diacritics: καταγογγύζω Capitals: ΚΑΤΑΓΟΓΓΥΖΩ
Transliteration A: katagongýzō Transliteration B: katagongyzō Transliteration C: katagoggyzo Beta Code: katagoggu/zw

English (LSJ)

murmur against, τινος LXX 1 Ma.11.39.

German (Pape)

[Seite 1343] gegen Einen murren, Sp., wie Ios., τινός.

Greek (Liddell-Scott)

καταγογγύζω: γογγύζω ἐναντίον τινός, καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 39). ― Παθ., κατεγογγύσθη ὡς οἱ κλέπτοντες καὶ νοσφιζόμενοι Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 748C, κλ.

Greek Monolingual

καταγογγύζω (AM)
μουρμουρίζω με δυσφορία εναντίον κάποιου, επιπλήττω κάποιον («καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου», ΠΔ).