κνώδακας

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source

Greek Monolingual

ο (Α κνώδαξ, -ακος)
νεοελλ.
(μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντρο
αρχ.
1. άξοναςκαθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῦ δευτέρου σπονδύλου άποφύσεως ἡ κεφαλὴ ἐπιστρέφεται», Γαλ.)
2. το κοίλωμα πάνω στο οποίο περιστρέφεται ο άξονας μηχανής
3. (κατά τον Ησύχ.) α) εργαλείο τών χρυσοχόων
β) στον πληθ. οι κνώδακες
ασκός φυσητήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος που ανάγεται στον ίδιο αρχικό τ. κνωδ(ο)- με το κνώδαλον. Η κατάλ. -αξ αποτελεί ένδειξη για δωρ. προέλευση του όρου. Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από κνα-οδαξ (< θ. κνα-της ίδιας οικογένειας, πρβλ. κνῶ, + ὀδάξ, επίρρ. από συμφυρμό τών ὀδούς και δάκνω με την κατάλ. -αξ, κατά τα λάξ, ἅπαξ, και με σημ. «διά τών οδόντων»).
ΠΑΡ. αρχ. κνωδακίζω, κνωδάκιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνωδακοφύλαξ
νεοελλ.
κνωδακοφόρος].