κούκος
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
Greek Monolingual
και κούκκος, ο (Α κοῦκκος)
ονομασία, κοινή σήμερα, πουλιών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκουν στην οικογένεια cuculidae
νεοελλ.
1. μόνος, έρημος, χωρίς σύντροφο («έμεινε κούκος»)
2. ανόητος
3. είδος σκούφου
4. φρ. α) «τρεις κι ο κούκος» — ελάχιστοι
β) «του κόστισε ο κούκος αηδόνι» — πλήρωσε πολλά λεφτά για κάτι που δεν άξιζε τόσο
5. παροιμ. «ἐνας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη» — χρειάζονται πολλά πρόσωπα για την ευόδωση μιας εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τη φωνή του πουλιού αυτού. Η αρχ. λ. κόκκυξ «κούκος» οφείλεται επίσης σε ονοματοποιία από μίμηση της φωνής του κούκου (κόκκυ)].