κρατήσιππος
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
κρατήσιππον, victorious in the race, ἅρμα Pi.N.9.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui l'emporte par ses chevaux, càd dans les courses de char.
Étymologie: κρατέω, ἵππος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρατήσιππος -ον [κρατέω, ἵππος] winnend in de wagenren.
German (Pape)
zu Pferde, im Wettrennen od. Wettfahren siegend, ἅρμα Pind. N. 9.9.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰτήσιππος: побеждающий в конных состязаниях (ἅρμα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰτήσιππος: -ον, ἵπποις, ἱπποδρομίᾳ νικᾶν, ἅρμα Πινδ. Ν. 9, 8.
English (Slater)
κρατήσιππος with victorious horses τὸ κρατήσιππον ἅρμ (N. 9.4)
Greek Monolingual
κρατήσιππος, -ον (Α)
αυτός που νικά σε ιπποδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κράτησι- (< κρατῶ) + -ίππος (< ἵππος), πρβλ. δαμάσιππος, ζεύξιππος].
Greek Monotonic
κρᾰτήσιππος: -ον, νικητήριος στον αγώνα, σε Πίνδ.
Middle Liddell
κρᾰτήσ-ιππος, ον
victorious in the race, Pind.