κρατήσιππος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτήσιππος Medium diacritics: κρατήσιππος Low diacritics: κρατήσιππος Capitals: ΚΡΑΤΗΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: kratḗsippos Transliteration B: kratēsippos Transliteration C: kratisippos Beta Code: krath/sippos

English (LSJ)

κρατήσιππον, victorious in the race, ἅρμα Pi.N.9.4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui l'emporte par ses chevaux, càd dans les courses de char.
Étymologie: κρατέω, ἵππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατήσιππος -ον [κρατέω, ἵππος] winnend in de wagenren.

German (Pape)

zu Pferde, im Wettrennen od. Wettfahren siegend, ἅρμα Pind. N. 9.9.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτήσιππος: побеждающий в конных состязаниях (ἅρμα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτήσιππος: -ον, ἵπποις, ἱπποδρομίᾳ νικᾶν, ἅρμα Πινδ. Ν. 9, 8.

English (Slater)

κρατήσιππος with victorious horses τὸ κρατήσιππον ἅρμ (N. 9.4)

Greek Monolingual

κρατήσιππος, -ον (Α)
αυτός που νικά σε ιπποδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κράτησι- (< κρατῶ) + -ίππος (< ἵππος), πρβλ. δαμάσιππος, ζεύξιππος].

Greek Monotonic

κρᾰτήσιππος: -ον, νικητήριος στον αγώνα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

κρᾰτήσ-ιππος, ον
victorious in the race, Pind.