κωλυτικός
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
κωλυτική, κωλυτικόν, preventive, τινος of a thing, X.Mem.4.5.7 (Comp.), Arist.Rh.1362a29, EN1096b12, Thphr. Ign.45, Epicur.Ep.2p.52U., Porph.Abst.2.47: abs., in Astrol., ἀστὴρ ἄπρακτος καὶ κ. Vett.Val.178.30.
German (Pape)
[Seite 1543] zum Verhindern, Hemmen geschickt, geeignet; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arist. rhet. 1, 6; τῆς φθορᾶς de anim. 1, 1; Sp.; – compar., τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι οἴει τι κωλυτικώτερον ἀκρασίας εἶναι Xen. Mem. 4, 5, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable d'empêcher, de mettre obstacle à, gén;
Cp. κωλυτικώτερος.
Étymologie: κωλύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωλυτικός -ή -όν [κωλύω] verhinderend, met gen.: διὸ κωλυτικὰ μὲν ἐλέου πάντα ταῦτ’ ἐστί daarom vormen al deze zaken een obstakel voor medelijden Aristot. Rh. 1387a3.
Russian (Dvoretsky)
κωλῡτικός: препятствующий, мешающий: κωλυτικώτερόν τι Xen. большая помеха; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arst. обстоятельства, препятствующие возникновению противоположных качеств.
Greek Monolingual
κωλυτικός, -ή, -όν (AM) κωλύω
ο κατάλληλος να εμποδίσει κάτι ή κάποιον από κάτι άλλο («τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι ὧν προσήκει οἴει τι κωλυτικώτερον εἶναι ἀκρασίας;», Ξεν.).
επίρρ...
κωλυτικῶς
με παρεμποδιστικό τρόπο.
Greek Monotonic
κωλῡτικός: -ή, -όν, παρακωλυτικός, προληπτικός, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡτικός: -ή, -όν, ὡς τὸ κωλυτήριος, ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ.
Middle Liddell
κωλῡτικός, ή, όν
preventive, Xen. [from κωλύω