και κόκκαλος, ο (AM κόκκαλος)
νεοελλ.
1. κόκαλο
2. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, το κουκούτσι
νεοελλ.-μσν.
ισχίο
αρχ.
1. το κουκούτσι του κουκουναριού
2. το κουκουνάρι
3. ο καρπός του φυτού δαφνοειδές το κνίδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα -αλος (πρβλ. διδάσκαλος)].