λήσμων

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήσμων Medium diacritics: λήσμων Low diacritics: λήσμων Capitals: ΛΗΣΜΩΝ
Transliteration A: lḗsmōn Transliteration B: lēsmōn Transliteration C: lismon Beta Code: lh/smwn

English (LSJ)

λήσμον, gen. ονος, (λήθω) unmindful, Them.Or.22.268c.

Greek (Liddell-Scott)

λήσμων: -ον, γεν. -ονος, (λήθω) ἐπιλήσμων, μὴ σκεπτόμενος περί τινος, ἀδιάφορος, Θεμίστ. 268C.

Greek Monolingual

λήσμων, -ον (Α)
επιλήσμων, ξεχασιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱθ-μων (< θ. λᾱθ- του λανθάνω, [πρβλ. λήθη + επίθημα -μων), πρβλ. γνώμων, τλήμων. Το -σ- του τ. αναλογικά προς τους άλλους του λανθάνω με -σ- (πρβλ. λήστις)].

German (Pape)

ον, vergessend, vergeßlich, erst Sp., wie Themist., τινός.