λαγάρα

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

Greek Monolingual

η
1. υγρό απαλλαγμένο από κάθε ξένη ουσία, κατασταλαγμένο, καθαρό και διαυγές, λαμπίκοςκρασί λαγάρα»)
2. κάθε προϊόν διήθησης
3. (για χρυσό) αμιγής, άπεφθος, χωρίς ξένα σώματα
4. μτφ. πράγμα άριστης ποιότητας
β) (για πρόσ.) ειλικρινής, τίμιος, άψογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το επίθ. < λαγαρός (πρβλ. πικρός > πίκρα, λάβρος > λάβρα)].