λιθοκοπικός
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
λιθοκοπική, λιθοκοπικόν, of or for stone-cutting, σκεῦος Eust.1533.10.
German (Pape)
[Seite 45] ή, όν, zum Steinhauen gehörig, Eust. ἡ λιθοκοπικὴ τέχνη, Steinhauerkunft.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοκοπικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λιθοκοπίαν, σκεῦος Εὐστ. 1533. 10· ἡ -κή, (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κόπτειν λίθους, Θεοδώρητ. IV. 797Β.
Greek Monolingual
λιθοκοπικός, -ή, -όν (Α) λιθοκόπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοκοπία.