ματαιότης

From LSJ

ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιότης Medium diacritics: ματαιότης Low diacritics: ματαιότης Capitals: ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: mataiótēs Transliteration B: mataiotēs Transliteration C: mataiotis Beta Code: mataio/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, vanity, purposelessness, ματαιότης ματαιοτήτων LXX Ec.1.2, cf. Ph.1.426; τῇ μ. ἡ κτίσις ὑπετάγη Ep.Rom.8.20; folly, ἀνθρώπων Phld.Rh.2.26 S.

German (Pape)

ητος, ἡ, Eitelkeit, Leichtsinn, Torheit, LXX. und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

ματαιότης: ητος ἡ тщета, суетность NT.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ματαιότης ματαιοτήτων Ἑβδ. (Ἐκκλ. Α΄, 2), πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8743.

English (Strong)

from μάταιος; inutility; figuratively, transientness; morally, depravity: vanity.

English (Thayer)

ματαιότητος, ἡ (μάταιος, which see), a purely Biblical and ecclesiastical word (Pollux 50:6c. 32 § 134)); the Sept. for הֶבֶל (often in Ecclesiastes), also for שָׁוְא, etc.; vanity;
a. what is devoid of truth and appropriateness: ὑπέρογκα ματαιότητος (genitive of quality), perverseness, depravation: τοῦ νως, frailty, want of vigor: Romans 8:20.

Chinese

原文音譯:mataiÒthj 馬台哦帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:虛空 相當於: (הֶבֶל‎)
字義溯源:無益,虛妄,虛空,無價值的,墮落;源自(μάταιος)=虛妄的);而 (μάταιος)出自(μάτην)=徒然), (μάτην)出自(μασάομαι / μασσάομαι)=咬,試作),而 (μασάομαι / μασσάομαι)又出自(μασάομαι / μασσάομαι)X*=處理,擠)。參讀 (ματαιολογία)同源字
出現次數:總共(3);羅(1);弗(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 虛妄的(1) 彼後2:18;
2) 虛妄(1) 弗4:17;
3) 虛空(1) 羅8:20

French (New Testament)

ητος (ἡ) vanité ; vide, néant
μάταιος